- φαρικόν
- φαρικόνpoisonneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαρικόν — και φαριακόν, τὸ, Α (ενν. φάρμακον) είδος άγνωστου δηλητηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για παρ. σε ικόν τοπωνυμίου ή ανθρωπωνυμίου] … Dictionary of Greek
φαρικοῦ — φαρικόν poison neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαριακόν — τὸ, Α βλ. φαρικόν … Dictionary of Greek